- ἔσβεσε
- σβέννυμιquenchaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
THRACIUS Lapis — Graece Θρακίας vel Θρἡιςςα λίθος, uti Nicander vocat, aquâ accenditur, accensusque odorem bitumini similem reddit, oleô vero restinguitur. Ita enim hic, Ἠὲ σύ γε Θρήιςςαν ἐνὶ φλέξας πυρι λάαν, Ἥθ᾿ ὕδατι βρεχθεῖσα σελάςςεται, ἔσβεσε δ᾿ αὐτὴν… … Hofmann J. Lexicon universale
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek